μαλακῶς
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (Woodhouse)
gently, slackly, softly, supinely, without energy
French (Bailly abrégé)
adv.
I. en b. part mollement : μαλακῶς ἐνευδέειν OD, εὐδέμεναι OD, καθεύδειν XÉN dormir sur une couche molle;
II. en mauv. part :
1 mollement, sans vigueur;
2 d'une manière efféminée;
3 faiblement : μαλακῶς ἔχειν LUC être malade ; fig. μαλακῶς συλλογίζεσθαι ARSTT raisonner faiblement;
Cp. μαλακωτέρως, Sp. μαλακώτατα.
Étymologie: μαλακός.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκῶς:
1 мягко, т. е. на мягком ложе (ἐνεύδειν Hom.; καθεύδειν Xen.; καθίζεσθαι Arph.);
2 мягко, нежно, тихо (αὐλεῖν Arst.): τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγειν Arst. о жестких вещах говорить в мягких выражениях;
3 слабо, вяло (ξυμμαχεῖν Thuc.);
4 слабо, болезненно: μαλακῶς ἔχειν Luc. хворать;
5 неточно, неумело (συλλογίζεσθαι Arst.).
Translations
softly
Belarusian: мя́кка; Burmese: တိုးတိုး; Catalan: suaument; Dutch: zachtaardig, zachtzinnig; French: doucement; Galician: suavemente; Greek: μαλακά, απαλά; Ancient Greek: ἀβλεμέως, ἀκᾶ, ἀκέων, ἀκήν, ἀμαλῶς, ἀσυχᾶ, ἁσυχᾷ, ἀτρέμα, ἀτρέμας, ἦκα, ἠρέμα, ἠρεμαίως, ἠρέμας, ἡσυχᾶ, ἡσυχῇ, ἡσυχῆ, Ἰωνικῶς, λεπτὸν, μαλακῶς, μαλθακά, μαλθακῶς, μινυρά, τρυφερόν, τρυφηλῶς, τυτθόν, ὑπηρέμα; Hungarian: lágyan; Italian: delicatamente; Korean: 부드럽게; Latin: molliter, leniter; Norman: mollement; Polish: delikatnie; Portuguese: suavemente; Russian: мягко; Spanish: suavemente; Telugu: మెత్తగా; Ukrainian: м'я́ко; West Frisian: súntsjes
effeminately
Galician: efeminadamente, afeminadamente; Greek: θηλυπρεπώς; Ancient Greek: ἀνάνδρως, γυναικείως, γυναικικῶς, γυναικοπρεπῶς, ἐκτεθηλυμμένως, θηλυδριωδῶς, Ἰωνικῶς, κεκλασμένως, μαλακῶς, μαλθακῶς, τεθρυμμένως; Italian: effemminatamente, effeminatamente; Polish: po babsku; Portuguese: efeminadamente; Spanish: afeminadamente, femenilmente