vermengen

From LSJ
Revision as of 11:47, 29 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: μειγνύω, μιγνύω, μίγνυμι, μείγνυμι, κεράννυμι" to "Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, [[ἀνακεράννυμι...)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

German > Latin

vermengen, s. vermischen.

Dutch > Greek

κεράννυμι, κοινόω, συγκεράννυμι, συμμείγνυμι, συμφύρω