ἀναπυρόω
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
set on fire, Arist.Mu.395a22 (Pass.): intr., metaph., break out afresh, πάθη . . πάλιν ἀναπυρώσαντα Gal.16.742.
Spanish (DGE)
volver a encenderse πάθη ... πάλιν ἀναπυρώσαντα Gal.16.742
•v. med. encenderse, inflamarse Arist.Mu.395a22.
German (Pape)
[Seite 204] anzünden, Arist. mund. 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπῠρόω: ἀνάπτω, κάμνω τι νὰ ἀνάψῃ, πυρπολῶ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 19.
Greek Monolingual
(Α ἀναπυρῶ, ἀναπυρόω)
νεοελλ.
ανάβω εκ νέου, ξαναθερμαίνω, ξανανάβω
αρχ.
1. αναφλέγω, πυρπολώ, ανάβω
2. (για νόσο) υποτροπιάζω, ξαναφουντώνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπῠρόω: воспламенять: τὸ ἀναπυρωθέν Arst. пламя, вспышка.