ποδαρικό

From LSJ
Revision as of 08:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek Monolingual

το, Ν
1. η αντίληψη για την καλή ή την κακή επήρεια που μπορεί να έχει για το σπίτι ένα άτομο το οποίο θα μπει και θα πατήσει το πόδι του πρώτο μέσα σε αυτό, σε μια χρονικά σημαντική στιγμή, λ.χ. πρωτοχρονιά, πρωτομηνιά, έναρξη νέας εργασίας
2. το ποδαριακό του αργαλειού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. -ικό (πρβλ. χερικό, ψυχικό)].