χλοαυγής

From LSJ
Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοαυγής Medium diacritics: χλοαυγής Low diacritics: χλοαυγής Capitals: ΧΛΟΑΥΓΗΣ
Transliteration A: chloaugḗs Transliteration B: chloaugēs Transliteration C: chloavgis Beta Code: xloaugh/s

English (LSJ)

ές, with a greenish lustre, Luc.Dom.11.

German (Pape)

[Seite 1359] ές, grünlich glänzend, Luc. de dom. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille d'un vert tendre ou d'un jaune pâle.
Étymologie: χλόη, αὐγή.

Russian (Dvoretsky)

χλοαυγής: отсвечивающий зеленью (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χλοαυγής: -ές, ὁ ἔχων λάμψιν χλοεράν, Λουκ. περὶ Οἴκου 11.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πρασινωπή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. νυκταυγής, φωταυγής].

Greek Monotonic

χλοαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που έχει χλοερή λάμψη, σε Λουκ.

Middle Liddell

χλο-αυγής, ές αὐγή
with a greenish lustre, Luc.