τετράχορδος

From LSJ
Revision as of 11:49, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰχορδος Medium diacritics: τετράχορδος Low diacritics: τετράχορδος Capitals: ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: tetráchordos Transliteration B: tetrachordos Transliteration C: tetrachordos Beta Code: tetra/xordos

English (LSJ)

ον, (χορδή) A four-stringed, ὄργανον Ath.4.183a; λύρα Str.13.2.4. II Subst. -χορδον, τό, tetrachord, i.e. scale of four notes, comprising two tones and a half, Arist.Pr.922b8, Fr.47, Plu.2.1021e, etc.: metaph., (sc. παθῶν) Aristo Stoic.1.85, cf. Jul.Caes.315c.

German (Pape)

[Seite 1100] viersaitig; τὸ τετράχορδον, das Tetrachord, Arist. probl. 19, 33 u. Music., eine Folge von vier Saiten od. Tönen, die drittehalb Töne maßen, die Grundlage aller spätern Tonsysteme.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre cordes ; τὸ τετράχορδον accord de deux tons et demi.
Étymologie: τέτταρες, χορδή.

Greek (Liddell-Scott)

τετράχορδος: -ον, (χορδὴ) ὁ ἔχων τέσσαρας χορδάς, ὄργανον Ἀθήν. 183Α· - τὸ τετράχορδον, κλῖμαξ μουσικὴ περιλαμβάνουσα δύο τόνους καὶ ἡμιτόνιον, τὸ ἀρχαιότατον Ἑλληνικὸν μουσικὸν σύστημα καὶ βάσις πάντων τῶν μετέπειτα, Ἀριστ. Προβλ. 19. 33, Ἀποσπ. 43, Πλούτ. 2. 1021Ε, κλπ., ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράχορδος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις χορδές
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τετράχορδο
α) έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερεις χορδές
β) ανιούσα διαδοχή τεσσάρων φθόγγων
Ι αρχ. το ουδ. ως ουσ. μουσική κλίμακα που περιλαμβάνει δύο τόνους και ημιτόνιο, το αρχαιότατο ελληνικό μουσικό σύστημα και η βάση όλων τών μετέπειτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. ἑξάχορδος].