τετραστάσιος
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(πιθ. γρ < ρ.) αυτός που έχει τετραπλάσιο βάρος ή τετραπλάσια αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στασιος (< στᾶσις «ζύγισμα»), πρβλ. τριστάσιος].