ὀλιγόσαρκος
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον, with little flesh, Luc.Abd.29, Gal.14.45, Herod. Med. ap. Orib.10.18.7 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 321] mit wenigem Fleische, Luc. abdicat. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a peu de chair.
Étymologie: ὀλίγος, σάρξ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγόσαρκος: имеющий мало мяса, т. е. истощенный, изможденный (σῶμα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας σάρκας, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 29.
Greek Monolingual
και λιγόσαρκος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόσαρκος, -ον)
ισχνός, λιπόσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. απαλόσαρκος].
Greek Monotonic
ὀλῐγόσαρκος: -ον (σάρξ), λιπόσαρκος, αδύνατος, σε Λουκ.