ὑπερούσιος

From LSJ
Revision as of 12:19, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερούσιος Medium diacritics: ὑπερούσιος Low diacritics: υπερούσιος Capitals: ΥΠΕΡΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: hyperoúsios Transliteration B: hyperousios Transliteration C: yperoysios Beta Code: u(perou/sios

English (LSJ)

ον, above Being, Them.Or.1.8b, Procl.Inst.115, Theol. Plat.3.21, Syrian. in Metaph.5.34. Adv. -ίως Procl.Inst.118,145, Eustr.in EN40.7.

German (Pape)

[Seite 1200] übersubstantiell, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερούσιος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν ὤν, Πρόκλ. Παρμεν. 630 (36)· τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 375, κλπ. - Ἐπίρρ. -ίως, αὐτόθι. ΙΙ. ὑπερπλούσιος, λίαν πλούσιος, Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμ. 14, 68.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπερούσιος, -ον, ΝΜΑ
εκκλ. (ως προσωνυμία του Θεού)
1. αυτός που βρίσκεται πέρα και πάνω από την ύλη, άϋλος
2. (κατ' επέκτ.) απρόσιτος στην ανθρώπινη γνώση («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.)
μσν.
1. πάμπλουτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερούσιον
η υπερουσιότητα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπερούσιος
ἀγαπητός, πεφιλημένος».
επίρρ...
ὑπερουσίως ΜΑ
με υπερούσιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ουσιος (< οὐσία), πρβλ. περιούσιος].