κατώρροπος
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
ον, = κατάρροπος, Olymp.in Phd.p.244 N.
Greek Monolingual
κατώρροπος, -ον (Α)
κατάρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. αντίρροπος, ομόρροπος).
Full diacritics: κατώρροπος | Medium diacritics: κατώρροπος | Low diacritics: κατώρροπος | Capitals: ΚΑΤΩΡΡΟΠΟΣ |
Transliteration A: katṓrropos | Transliteration B: katōrropos | Transliteration C: katorropos | Beta Code: katw/rropos |
ον, = κατάρροπος, Olymp.in Phd.p.244 N.
κατώρροπος, -ον (Α)
κατάρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. αντίρροπος, ομόρροπος).