κωμαστής

From LSJ
Revision as of 08:15, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμαστής Medium diacritics: κωμαστής Low diacritics: κωμαστής Capitals: ΚΩΜΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kōmastḗs Transliteration B: kōmastēs Transliteration C: komastis Beta Code: kwmasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A reveller, Pl.Smp.212c, X.HG5.4.7, etc.; member of a κῶμος, Πολέμων 1.46 (Attica, iv B.C.); title of play by Epicharmus. 2 epithet of Dionysus, Ar.Nu.606 (lyr.). 3 in Egypt, one who carries sacred images in procession, κ. θεῶν POxy. 519 (ii A.D.), cf. 1265.9 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1544] ὁ, der an einem κῶμος Theil nimmt, ein junger Mensch, der mit Andern singend und tanzend einherzieht, gew. halb trunken vom Gastmahl kommend, seiner Geliebten ein Ständchen bringend; Plat. Conv. 212 c; Xen. Cyr. 7, 5, 26; Theocr. 3 u. 8 Sp. – Auch Dionysus selbst, der den bacchischen Festzug führt, heißt so, Ar. Nubb. 606, Hymn. in Pacch. (IX, 524, 11).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui prend part à une fête κῶμος;
2 adj. qui consiste en un κῶμος, avec accompagnement de κῶμος.
Étymologie: κωμάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωμαστής -οῦ, ὁ [κωμάζω] feestganger (deelnemer aan een κῶμος ).

Russian (Dvoretsky)

κωμαστής: οῦ ὁ участник веселого шествия, веселый гуляка Plat., Xen.
веселящийся, пирующий (Διόνυσος Arph.).

Greek Monolingual

κωμαστής, -οῦ, ὁ (Α) κωμάζω
1. αυτός που έπαιρνε μέρος σε κώμο, αυτός που περιερχόταν την πόλη τραγουδώντας και χορεύοντας («κωμαστῶν δέ τινων περιτυχόντων αὐτοῦ τῇ γυναικὶ καὶ πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ», Πλούτ.)
2. (στην Αίγυπτο) αυτός που μετέφερε τα είδωλα τών θεών σε πομπή
3. (για τον Διόνυσο) αρχηγός της βακχικής πομπής.

Greek Monotonic

κωμαστής: -οῦ, ὁ (κωμάζω),
1. γλεντζές, γλεντοκόπος, σε Πλάτ., Ξεν.
2. επίθ. του Βάκχου, ο θεός της ευωχίας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κωμαστής: -οῦ, ὁ, (κωμάζω) ὁ κωμάζων, ὁ λαμβάνων μέρος εἰς κῶμον, Πλάτ. Συμπ. 212C, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7, κτλ.· ὄνομα κωμῳδιῶν τοῦ Ἐπιχάρμου καὶ ἄλλων. 2) ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, = ὁ εὔθυμος θεός, Ἀριστοφ. Νεφ. 606.

Middle Liddell

κωμαστής, οῦ, κωμάζω
1. a reveller, Plat., Xen.
2. epithet of Bacchus, the jolly god, Ar.

English (Woodhouse)

reveller

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)