συντονάριος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
pedicularius, Gloss.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. φθειρικός
2. πιθ. αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το πόδι του στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «έντονος, σύμφωνος» + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius), πρβλ. νομικάριος].