περιξυστήρ
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, surgical instrument for scraping or smoothing bones, Heliod.(?)ap.Orib.46.11.29.
German (Pape)
[Seite 584] ῆρος, ὁ, chirurgisches Werkzeug, die Knochen abzuglätten, wegzunehmen, Chirurg. vett.
Greek (Liddell-Scott)
περιξυστήρ: -ῆρος, ὁ, χειρουργικὸν ἐργαλεῖον δι’ οὗ ξύνουσιν ἢ λειαίνουσι τὰ ὀστᾶ, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. 97 Coch.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
χειρουργικό εργαλείο για ξέση ή εκβολή οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιξύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. στεγαστήρ)].