περιώνυμος
From LSJ
Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht
English (LSJ)
ον, far-famed, Orph.A.149, IG3.914; γένους λαμπρότητι App.BC2.2, etc.
German (Pape)
[Seite 602] ringsum namhaft, weitumher berühmt, Orph. Arg. 147.
Greek (Liddell-Scott)
περιώνῠμος: -ον, ὀνομαστός, περίφημος, Ὀρφ. Ἀργ. 147, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 862· τινι, ἐπί τινι, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 2, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / περιώνυμος, -ον ΝΜΑ
εκείνος του οποίου το όνομα είναι γνωστό παντού, ονομαστός, ξακουστός, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συνώνυμος)].