ψυγείο

From LSJ
Revision as of 07:04, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

το / ψυγεῖον, ΝΑ
νεοελλ.
1. συσκευή ή ειδικός χώρος που ψύχεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα
2. (ιδίως παλαιότερα) ειδικό έπιπλο για τον ίδιο σκοπό, στο οποίο η ψύξη διασφαλίζεται με τη χρήση πάγου, κν. παγωνιέρα
3. τεχνολ. σύστημα απαγωγής της θερμότητας η οποία αναπτύσσεται σε μηχανές εσωτερικής καύσης για προστασία τους από την υπερθέρμανση
4. όχημα ή πλοίο εφοδιασμένο με ψυκτικά μηχανήματα έτσι ώστε να διατηρούνται τα μεταφερόμενα προϊόντα
5. φρ. «ψυγείο αυτοκινήτου» — εναλλάκτης θερμότητας στον οποίο αποδίδεται η θερμότητα του ψυκτικού υγρού του κινητήρα
αρχ.
1. (κυρίως κατά τον Ησύχ.) σκεύος στο οποίο ψύχεται νερό
2. ψυκτήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ- του αορ. ἐψύγην του ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -εῖον (πρβλ. σφαγεῖον)].