καταπαιγμός
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ὁ, mockery, Apollon.Lex. s.v. μωμήσονται.
German (Pape)
[Seite 1367] ὁ, Verspottung, Apoll. I. H. v. μωμήσονται.
Greek (Liddell-Scott)
καταπαιγμός: -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, περίγελως, Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, μῶμος γὰρ ὁ μετὰ ψόγου καταπαιγμός.
Greek Monolingual
καταπαιγμός, ὁ (Α) καταπαίζω
εμπαιγμός, περίγελως.
Translations
mockery
Arabic: اِسْتِهْزَاء; Hijazi Arabic: تريقة; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar