σόβησις
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A agitation, excitement, Plu.2.671f; περί τι ib.286c.
2 σόβητρον.
German (Pape)
[Seite 912] ἡ, 1) das Scheuchen, Verjagen. – 2) jede heftige Bewegung, Hast, Plut. qu. Rom. 93.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
allure précipitée, hâte, empressement.
Étymologie: σοβέω.
Russian (Dvoretsky)
σόβησις: εως ἡ торопливое движение, суета: αἱ περί τινος σοβήσεις Plut. хлопоты насчет (вокруг) чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
σόβησις: ἡ, ταραχή, τάραχος, ἀνακίνησις, περί τι Πλούτ. 2. 286C, 671F.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ Α σοβῶ
ταραχή, ανακατωσούρα.