ναβλιστοκτυπεύς
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
-έως, ὁ, = ναβλιστής (player on the nabla, nabla player, Phoenician harp player, nevel player, nebel player), Man. 4.185.
German (Pape)
[Seite 227] ὁ, = Vorigem, Man. 4, 185.
Greek Monolingual
ναβλιστοκτυπεύς, ὁ (Α)
ναβλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναβλιστής + κτύπος + κατάλ. -εύς αντί του αναμενόμενου ναβλοκτύπος (< νάβλας + κτύπος)].