Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: εὐκηλία | Medium diacritics: εὐκηλία | Low diacritics: ευκηλία | Capitals: ΕΥΚΗΛΙΑ |
Transliteration A: eukēlía | Transliteration B: eukēlia | Transliteration C: efkilia | Beta Code: eu)khli/a |
εὐκηλία: ἡ, ἡσυχία, Ἡσύχ. (εὐκαλεία κῶδ.).
εὐκηλία, δωρ. τ. εὐκαλία, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ησυχία.
ἡ, die Ruhe, Hesych.