μονάζω

From LSJ
Revision as of 10:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονάζω Medium diacritics: μονάζω Low diacritics: μονάζω Capitals: ΜΟΝΑΖΩ
Transliteration A: monázō Transliteration B: monazō Transliteration C: monazo Beta Code: mona/zw

English (LSJ)

A to be alone, AP5.65 (Rufin.); live in solitude, στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματι LXX Ps.101(102).7, cf. Iamb.VP3.14; μ. ἐν ταῖς ἐρημίαις ib.35.253.
2 Gramm., of words, to be a solitary instance, Hdn.Gr.2.913.
b have a special force, A.D.Synt.191.2.
c to be used alone, μ. ἐκτὸς συνδέσμου ib.265.19.
3 trans., individualize, Eust.349.35:—Pass., to be made one, τῇ συμφυΐᾳ Id.1321.28.
II ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα unity multiplied into itself, Iamb.in Nic.p.60 P.

German (Pape)

[Seite 201] einzeln sein, allein bleiben, Rufin. 33 (V, 66) u. a. Sp.; – ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, die mit sich selbst multiplicirte Eins, Iambl. in Nicom. 85 a.

Russian (Dvoretsky)

μονάζω: быть одиноким Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μονάζω: (μόνος) εἶμαι μόνος, εὐκαίρως μονάσασαν ἰδὼν Προδίκην ἱκέτευον Ἀνθ. Π. 5. 66· ζῶ βίον μονήρη, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 3· οἱ μονάζοντες, μοναχοί, ἀναχωρηταί, ἐρημῖται, Συλλ. Ἐπιγρ. 8607. 2) ἐπὶ λέξεων, ἀπαντῶ εἰς ἓν μόνον χωρίον, Ἡρῳδιαν. π. μον, λέξ. 8. 20. 3) μεταβ., περιορίζω, Εὐστ. 349. 35. ― Παθ., γίνομαι εἷς, ὁ αὐτ. 1321. 28. ΙΙ. ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, πολλαπλασιασθεῖσα ἐφ’ ἑαυτήν, Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. σ. 85.

Greek Monolingual

(ΑΜ μονάζω) μόνος
1. είμαι ή απομένω μόνος
2. διάγω μοναστικό βίο, είμαι μοναχός, ασκητεύω
μσν.
(η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ὁ μονάζων, ἡ μονάζουσα
α) μοναχός, καλόγηρος
β) μοναχή, καλόγρια
μσν.-αρχ.
ζω μοναχικό βίο ή ζω στην ερημιά
αρχ.
1. γραμμ. (για λέξεις) α) απαντώ, υπάρχω μια φορά σε ένα μόνο χωρίο
β) είμαι απλός
γ) έχω ειδική δύναμη
δ) προορίζομαι για να χρησιμοποιούμαι μόνος
2) εξατομικεύω, περιορίζω
3. πολλαπλασιάζω με τη μονάδα
4. (το παθ.) μονάζομαι
γίνομαι ένας.