βόλομαι

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόλομαι Medium diacritics: βόλομαι Low diacritics: βόλομαι Capitals: ΒΟΛΟΜΑΙ
Transliteration A: bólomai Transliteration B: bolomai Transliteration C: volomai Beta Code: bo/lomai

English (LSJ)

Ep., Ion. (IG12(9).189.31 (Eretria, iv B. C.)), Arc. (ib.5 (2).3.9 (Tegea, iv B. C.)), = βούλομαι, Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Il.11.319; εἰ… βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν κτλ. Od.16.387; νῦν δ' ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί (vulg. ἐβάλοντο) 1.234, cf. A.R.1.262; εἴ τι βόλεστε (2pl.) SIG1259.5 (iv B. C.).

Spanish (DGE)

v. βούλομαι.

German (Pape)

[Seite 452] poet. = βούλομαι; βόλεται Il. 11, 319: βόλεσθε Od. 16, 387; ἐβόλοντο Od. 1, 234. Vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 319 ἡ διπλῆ, ὅτι βόλεται ἀντὶ τοῦ βούλεται.

French (Bailly abrégé)

poét. c. βούλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βόλομαι ep. en Ιon. voor βούλομαι.

Russian (Dvoretsky)

βόλομαι: эп. = βούλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

βόλομαι: βούλομαι, Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Ἰλ. Λ. 319· εἰ…βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν Ὀδ. Π. 387· νῦν δ’ ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί (κοινῶς ἐβάλοντο), Α. 234· ὡσαύτως παρατ. ἐβολλόμαν Θεόκρ. 28. 15. Ἴδε Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. βούλομαι 8.

English (Autenrieth)

(βόλεται, βόλεσθε, ἐβόλοντο): will, wish, prefer; Τρώεσσι δὲ βούλετο νῖκήν, Il. 7.21, etc.; often with foll. ἤ, βούλομ' ἐγὼ λᾶὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι, Il. 1.117.
see βούλομαι.

Greek Monolingual

βόλομαι (Α)
βούλομαι.

Greek Monotonic

βόλομαι: Επικ. τύπος του βούλομαι, σε Όμηρ.· παρατ. ἐβολλόμαν, σε Θεόκρ.