φορεῖον

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορεῖον Medium diacritics: φορεῖον Low diacritics: φορείον Capitals: ΦΟΡΕΙΟΝ
Transliteration A: phoreîon Transliteration B: phoreion Transliteration C: foreion Beta Code: forei=on

English (LSJ)

τό, (φορά, φέρω)
A litter, sedan-chair, Din.1.36, Plb.30.25.18 (pl.), Sor. 1.49, Plu.Eum.14, D.L.5.41, etc.; written φόριον, LXX 2 Ma.3.27.
2 beast of burden, ib.Ge.45.17.
II porter's wages, Poll.7.133.

German (Pape)

[Seite 1299] τό, 1) Trage, Tragbahre, Tragsessel, Sänfte, ἐπὶ φορείου κατακομίζεσθαι ὁδόν Din. 1, 36, u. Sp., wie Plut. Num. 10, D. L. 5, 41. – 2) Trägerlohn, Poll. 7, 133.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chaise à porteurs, litière.
Étymologie: φορεύς.

Russian (Dvoretsky)

φορεῖον: τό носилки, паланкин Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φορεῖον: τό, (φορά, φέρω) κλινίδιον, ἕδρα ἐφ’ ἧς καθήμενός τις μεταφέρεται, Λατ. sella. lectica, lectulus, Δείναρχ. 94. 41, Πολύβ. 31. 3, 18, Διογ. Λαέρτ. 5. 41, Πλουτ. Εὐμέν. 14, κλπ.· πρβλ. φοράδην. 2) κτῆνος πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕϳ, 17). ΙΙ. μισθὸς ἀχθοφόρου, κόμιστρον, Πολυδ. Ζϳ, 133.

Greek Monotonic

φορεῖον: τό (φέρω), φορείο, Λατ. lectῑca, σε Δείναρχ.

Middle Liddell

φορεῖον, ου, τό, φέρω
a litter, Lat. lecti_ca, Dinarch.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.