φύκης

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύκης Medium diacritics: φύκης Low diacritics: φύκης Capitals: ΦΥΚΗΣ
Transliteration A: phýkēs Transliteration B: phykēs Transliteration C: fykis Beta Code: fu/khs

English (LSJ)

[ῡ], ου, ὁ, (φῦκος) a fish living in seaweed, prob. a species of wrasse, Labrus, Arist.HA567b20:—the female was φῡκίς, ίδος, Mnesim.4.38 (anap.), Arist.HA567b19, 591b13, Antiph.132.8 (anap.), Anaxandr.41.49 (anap.), Numen. ap. Ath.7.282a: but Alex. 110.12,13, distinguishes φυκίς and φύκης.

German (Pape)

[ῡ], ὁ, ein im Meertang, im Seegrase lebender Fisch; Arist. H.A. 6.13; Diphil. bei Ath. VII.355b.

Russian (Dvoretsky)

φύκης: ου (ῡ) ὁ фик (мелкая морская рыба, живущая среда водорослей) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φύκης: -ου, ὁ (φῦκος) ἰχθὺς ζῶν ἐκ τῶν φυκίων, τρώγων φύκη, «φύκ~ια» τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 6. 13, 8· ― ὁ θῆλυς ἐκαλεῖτο φῡκίς, ίδος, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 319C, Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., 8. 2, 29, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1· φυκίδες ἐφθαὶ Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1, 49· ἀλλ’ ὁ Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 12 καὶ 13, μνημονεύει τὰ δύο φυκὶς καὶ φύκης ὡς εἰ ἦσαν διάφορα τὸ εἶδος, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 93.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος ψαριού που ζει ανάμεσα στα φύκη («διαφέρει ὁ ἄρρην φύκης τῆς θηλείας τῷ μελάντερος εἶναι καὶ μείζους ἔχειν τὰς λεπίδας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. -ης τών πρωτόκλιτων αρσ.].