κατένωπα
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
(cf. Hdn. Gr.2.94, κατενῶπα or κατ' ἐνῶπα Aristarch. ap.Hdn.Gr.l.c.), over against, right opposite, c.gen., Il.15.320, Orph. L.132, 464: c.acc., Puchstein Epigr.Gr.p.76 (Memphis):—alsoκατεν-ενώπιον, τινος LXX Jo.1.5, Ep.Eph.1.4, al., BGU954.6 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1395] (ἐνωπή), grad ins Angesicht, grad entgegen; κατ. ἰδὼν Δαναῶν Il. 15, 320; Orph.; besser getrennt zu schreiben, κατ' ἐνῶπα, s. Spitzner Il. a. a. O. u. Lob. Paralip. 169.
French (Bailly abrégé)
adv.
exactement en face de, gén..
Étymologie: κατά, ἐνωπή.
Greek (Liddell-Scott)
κατένωπα: ἢ κάλλιον κατενῶπα, Λοβεκ. Παραλ. 169· Ἐπίρρ. (ἐνωπή)·- κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντί τινος, κατὰ πρόσωπον, μετὰ γεν., κατ. ἰδὼν Δαναῶν Ἰλ. Ο. 320· οὕτω, κατενώπιον τοῦ Θεοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 19.- Ὁ Ὅμηρ. ἔχει ὡσαύτως ἐνωπῇ, ἐνωπαδίως.
English (Autenrieth)
in the face of, turned toward, Il. 15.320†.
Greek Monotonic
κατένωπα: ή -ενῶπα, επίρρ. (ἐνωπή), ακριβώς αντίθετα, κατ' ευθείαν απέναντι σε κάποιον, κατά πρόσωπο, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.