ἀχθοφόρος

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχθοφόρος Medium diacritics: ἀχθοφόρος Low diacritics: αχθοφόρος Capitals: ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: achthophóros Transliteration B: achthophoros Transliteration C: achthoforos Beta Code: a)xqofo/ros

English (LSJ)

ἀχθοφόρον,
A bearing burdens, κτήνεα Hdt.7.187; ὑποζύγια D.H.1.85; μύρμηκες Ael.NA 2.25.
II as substantive, porter, Gell.5.3.2, Luc.Herod.5.

Spanish (DGE)

-ον
que lleva la carga, de anim. de carga κτήνεα Hdt.7.187, ὑποζύγια D.H.1.85, ἡμίονοι, κάμηλοι D.S.17.71, μύρμηκες οἱ ἀχθοφόροι frente a οἱ κοῦφοι Ael.NA 2.25, de vehículos ἅμαξαι frente a ἅρματα Nonn.D.4.288, ναῦς Socr.Sch.HE 7.37
de pers., gener. subst. o c. ἀνήρ cargador, mozo de cuerda Luc.Herod.5, Poll.7.130, Gal.3.267, D.C.62.6.2, Man.4.251, 443, Nonn.D.20.166, Agath.4.30.7
ref. a una sirvienta ἀχθοφόρου διὰ κόλπου en su regazo propio para la carga Nonn.D.3.85, fig. περινοστεῖτε βαρεῖς κριταὶ καὶ ἀσθενεῖς ἀχθοφόροι Ast.Am.Hom.13.4.3.

German (Pape)

[Seite 418] lasttragend, κτήνεα Her. 7, 187 u. Sp., wie Ael. H. A. 2, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des fardeaux.
Étymologie: ἄχθος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀχθοφόρος: таскающий тяжести, вьючный (κτήνεα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθοφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων φορτία, κτήνεα Ἡρόδ. 7. 187· ὑποζύγια Διον. Ἁλ. 1. 85, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀχθοφόρος, Τουρκ. «χαμάλης», Γέλλ. 5. 3.

Greek Monolingual

ο (Α ἀχθοφόρος, -ον)
ο εργάτης που μεταφέρει φορτία
αρχ.
φρ. «κτήνεα ἀχθοφόρα», «ὑποζύγια ἀχθοφόρα» — ζώα που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν φορτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος + -φορος < φέρω.

Greek Monotonic

ἀχθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που σηκώνει φορτία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

φέρω
bearing burdens, Hdt.

Mantoulidis Etymological

(=χαμάλης). Σύνθετο ἀπό τό ἄχθος + φέρω.