ἀπαρεγχείρητος
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ἀπαρεγχείρητον, not to be tampered with, inviolable, Ti.Locr.95a, Arr.Epict.4.1.161, J.AJ15.8.1. Adv. ἀπαρεγχειρήτως inimitably, perfectly, D.S.4.78.
Spanish (DGE)
-ον
I 1intacto, no retocado τὴν πάλαι κατάστασιν (mantener) intacta la antigua formación I.AI 15.267.
2 intangible, inviolable de la honestidad, Arr.Epict.4.1.161
•que no puede ser ya manejado o retocado, insuperable κάλλιστον τε καὶ ἀ. Ti.Locr.95a.
3 de la divinidad que no se deja manejar τὸ θεῖον Aesop.36.1, 2.
II adv. -ως insuperablemente, perfectamente κριῷ ἀ. ὡμοιωμένον D.S.4.78.
German (Pape)
[Seite 280] dem nicht beizukommen ist, untadelhaft, Plat. Locr. 95 a u. Sp. – Adv., -ήτως ὡμοιωμένον, unübertrefflich ähnlich, D. Sic. 4, 78.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρεγχείρητος: безукоризненный, совершенный Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρεγχείρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προσβάλῃ, ἀπρόσβλητος, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 15. 8, 1: ― ἄμεμπτος, τέλειος, Τίμ. Λοκρ. 95Α. Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 1, 161. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀναμφισβητήτως, Διόδ. 4. 78.
Greek Monolingual
ἀπαρεγχείρητος, -ον (Α)
αυτός που δεν δωροδοκείται, αδιάφθορος, απρόσβλητος.