κακόπτερος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
κακόπτερον, with bad wings, weak in the wing, opp. εὔπτερος, Arist.HA617b4, al.; of the Sphinx, as a bird of ill omen, Epigr. ap. Sch.E.Ph.50.
German (Pape)
[Seite 1302] schlecht beflügelt, Arist. H. A. 9, 22.
Greek Monolingual
κακόπτερος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα φτερά («εὔπους δὲ καὶ κακόπτερος», Αριστοτ.)
2. επίθ. για τη Σφίγγα ως πτηνό που προμηνύει κακά, δυσοίωνα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ολιγόπτερος, ποικιλόπτερος].
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόπτερος: имеющий слабые крылья, плохо летающий (ὄρνις Arst.).