μακροτέρως

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροτέρως Medium diacritics: μακροτέρως Low diacritics: μακροτέρως Capitals: ΜΑΚΡΟΤΕΡΩΣ
Transliteration A: makrotérōs Transliteration B: makroterōs Transliteration C: makroteros Beta Code: makrote/rws

English (LSJ)

Adv. Comp. of μακρός, for a longer time, Hp.Prorrh.1.117; to a greater degree, Pl.Sph.258c; at greater length, Arist.Rh.1410b18:

French (Bailly abrégé)

v. μακρῶς.

Greek (Liddell-Scott)

μακροτέρως: Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ μακρός, περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3.

Greek Monolingual

μακροτέρως (Α)
επίρρ.
1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο
2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό
3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.

Greek Monotonic

μακροτέρως: συγκρ. επίρρ. του μακρός, πέρα, περαιτέρω, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

[comp. of μακρός
beyond, further, Plat., etc.