εὐηθίζομαι

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐηθίζομαι Medium diacritics: εὐηθίζομαι Low diacritics: ευηθίζομαι Capitals: ΕΥΗΘΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: euēthízomai Transliteration B: euēthizomai Transliteration C: evithizomai Beta Code: eu)hqi/zomai

English (LSJ)

Med., to act like an εὐήθης, play the fool, πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 336c; to be merry, jest, Philostr.VA8.7.

German (Pape)

[Seite 1066] gutmüthig, einfältig sein u. sprechen; τί εὐηθίζεσθε πρὸς ἀλλήλους Plat. Rep. I, 336 e; Sp. – Suid. auch act. εὐηθίζω, μωραίνω.

French (Bailly abrégé)

être simple, sot.
Étymologie: εὐήθης.

Russian (Dvoretsky)

εὐηθίζομαι: быть простодушным, говорить наивные вещи (πρὸς ἀλλήλους Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐηθίζομαι: φέρομαι ὡς εὐήθης, κάμνω τὸν εὐήθη, πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 336C· εἶμαι εὔθυμος, ἀστεΐζομαι, Φιλόστρ. 343.

Greek Monolingual

εὐηθίζομαι (Α) ευήθης
1. φέρομαι ως ευήθης, «κάνω τον χαζό»
2. λέω ή κάνω αστεία, αστεΐζομαι.

Greek Monotonic

εὐηθίζομαι: Παθ. (εὐήθης), κάνω τον ανόητο, μιλώ απλοϊκά, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὐηθίζομαι, εὐήθης
Pass. to play the fool, Plat.