παλιμπλανής
English (LSJ)
παλιμπλανές, wandering to and fro, Μαίανδρος AP6.287 (Antip., v.l. πολυμπλανής); βίοτος Epigr.Gr.491.5 (Orchom. Boeot.).
German (Pape)
[Seite 448] ές, hin und her irrend, umherschweifend, vom Mäandros Antp. Sid. 23 (VI, 287).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui erre en replis sinueux (fleuve).
Étymologie: πάλιν, πλάνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιμπλανής -ές [πάλιν, πλάνη] slingerend (van de Maeander). AP 6.287.4.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμπλᾰνής: блуждающий туда и сюда, т. е. крайне извилистый (Μαίανδρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπλᾰνής: -ές, ὁ τῇδε κἀκεῖσε πλανώμενος, λοξὰ Μαιάνδρου ῥεῖθρα παλιμπλανέος Ἀνθ. Π. 6. 287· βίοτος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 491. 5.
Greek Monolingual
παλιμπλανής, -ές (Α)
αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυπλανής].
Greek Monotonic
πᾰλιμπλᾰνής: -ές, αυτός που περιπλανιέται πέρα δώθε, μπροστά και πίσω, σε Ανθ.
Middle Liddell
πᾰλιμ-πλᾰνής, ές
wandering to and fro, Anth.