ἐμφόρησις
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
-εως, ἡ, greedy eating and drinking, Ath.1.10b; σαρκῶν ἐμφορήσεις Plu.2.472b; τῶν ἀλλοτρίων σωμάτων Porph.Abst.1.34; repletion, Paul.Aeg.6.96.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [plu. nom. -ιες Androcydes en Plu.2.995e]
1 hartura, saciedad de alimentos, c. gen. obj. σαρκῶν Androcides l.c., οἴνου como causa de enfermedad, Gal.19.545, cf. Porph.Abst.1.34, Chrys.M.64.18, op. ἀποχή Ast.Am.Hom.14.9.1, οὐ διψήσεως ἄκος, ἄλλ' ἐμφορήσεως ἕνεκα no un remedio para la sed, sino para saciar Ath.10b, cf. Paul.Aeg.6.96.2, en sent. fig. ἀγαθῶν Herm.in Phdr.138, τοῦ ἔρωτος Herm.in Phdr.164.
2 carga εἰ σάρκινος εἶ, ἔχεις ... τὴν ἥδιστην ἐμφόρησιν Gr.Nyss.Hom.Par.84.5.
3 traída, acción de traer μὴ ... τισιν δόξω λοιμώδους δυσοδμίας ἐργάζεσθαι τὴν ἐμφόρησιν no parezca a alguien que soy yo el que trae el mal olor Epiph.Const.Haer.27.4.5.
German (Pape)
[Seite 820] ἡ, unmäßiger Genuß, Übersättigung, Ath. I, 10 b u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se gorger de, usage immodéré, jouissance jusqu'à satiété.
Étymologie: ἐμφορέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφόρησις: εως ἡ тж. pl. неумеренное потребление (σαρκῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφόρησις: -εως, ἡ, ὑπερπλήρωσις, λαίμαργος πολυφαγία καὶ πολυποσία, οὐ διψήσεως ἄκος, ἀλλ’ ἐμφορήσεως ἕνεκα Ἀθήν. 10 Β.
Greek Monolingual
ἐμφόρησις, η (AM)
1. υπερπλήρωση
2. υπερβολική πολυφαγία και πολυποσία
3. υπερβολική ηδονή, ευχαρίστηση, απόλαυση
αρχ.
έμπνευση, επίπνοια, επινόηση.