ἀτιμαγέλης

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῑμᾰγέλης Medium diacritics: ἀτιμαγέλης Low diacritics: ατιμαγέλης Capitals: ΑΤΙΜΑΓΕΛΗΣ
Transliteration A: atimagélēs Transliteration B: atimagelēs Transliteration C: atimagelis Beta Code: a)timage/lhs

English (LSJ)

ἀτιμαγέλου, Dor. ἀτιμαγέλας, α, ὁ, despising the herd, i.e. straying, feeding alone, S.Fr.1026, Theoc.25.132, AP6.255 (Eryc.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -ας Hsch.
toro desmandado, cimarrón, separado de la manada S.Fr.1026, οἳ καὶ ἀτιμαγέλαι βώσκοντι los cuales pastan separados de la manada (de toros consagrados a Helios), Theoc.25.132
fig. de pers. insolidario ἀτιμαγέλαι δεινοὶ καὶ ἀγέρωχοι Cyr.Al.M.70.1041B
como adj. ταῦρος ... ἀ. AP 6.255.2 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 386] ὁ, der die Heerde verachtet, abgesondert von derselben allein weidet, B. A. p. 459 ὁ ἀποστάτης τῆς ἀγέλης ταῦρος; so Theocr. 25, 132; Eryc. 3 (VI, 255); Soph. frg. 850.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui abandonne le troupeau par dédain, qui paît solitaire.
Étymologie: ἄτιμος, ἀγέλη.

Russian (Dvoretsky)

ἀτῑμᾰγέλης: ου adj. m бегущий от своего стада Soph., Theocr., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῑμᾰγέλης: -ου, ὁ, (ἀγέλη) «ὁ ἀποστάτης τῆς ἀγέλης ταῦρος, οὕτω Σοφοκλῆς» Α. Β. 459, 31 (Σοφ. Ἀποσπ. 850), Θεόκρ. 25. 132, Ἀνθ. Π. 6, 255· - «ἀτιμαγέλου, μὴ συναγελαζομένου» Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀτιμαγέλης, ο (Α)
ο ταύρος που εγκαταλείπει την αγέλη και βόσκει μόνος του, κυρίως κατά την περίοδο της οχείας.

Greek Monotonic

ἀτῑμᾰγέλης: -ου, ὁ (ἀγέλη), αυτός που περιφρονεί το κοπάδι, δηλ. ο περιπλανώμενος, αυτός που τρέφεται μόνος του, σε Θεόκρ., Ανθ.

Middle Liddell

ἀγέλη
despising the herd, i.e. straying, feeding alone, Theocr., Anth.