ὀμβρηρός
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ά, όν, = ὄμβριος (rainy), Hes.Op.451;—also ὀμβρήρης, ες, Nic.Th.406. Adv. ὀμβρηρῶς = with rain, like rain Ph.1.129.
German (Pape)
[Seite 329] regenreich, regnig, Hes. O. 453; Adverb ὀμβρηρῶς, Philo.
Russian (Dvoretsky)
ὀμβρηρός: дождливый, ненастный (χεῖμα Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀμβρηρός: -ά, -όν, = ὄμβριος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449. Ἐπίρρ. -ρῶς, Φίλων 1. 129.
Greek Monolingual
ὀμβρηρός, -ά, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) βρόχινος.
επίρρ...
ὀμβρηρῶς (Α)
1. με τρόπο ραγδαίας βροχής
2. μτφ. με πολλά δάκρυα («πάνυ ὀμβρηρῶς χρώμεθα ταῖς λύπαις», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός)].