ἐπανακλίνω
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
[ῑ], make to lie down, τινά Hp.Acut.(Sp.)37, cf. Sm.Ca.2.5; incline one valve of the heart towards the other, Hp. Cord.10.
German (Pape)
[Seite 900] zurück- u. daranlehnen, niederlegen lassen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανακλίνω: κατακλίνω τινὰ ἐπάνω εἴς τι, περιτείνων σινδόνιον ἐπανάκλινε αὐτὸν Ἱππ. 403. 13.
Greek Monolingual
ἐπανακλίνω (Α)
1. κατακλίνω κάποιον, τον ξαπλώνω πάνω σε κάτι
2. ιατρ. κατευθύνω τη μία βαλβίδα της καρδιάς προς την άλλη
3. κατευθύνω πίσω, οδηγώ πίσω, παίρνω πίσω κάτι που έδωσα.