ἀΐζηλος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ἀΐζηλον, = ἀΐδηλος, unseen, τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός v.l. (prob. Aristarch.) in Il.2.318.
Spanish (DGE)
-ον invisible Hdn.Gr.1.233, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
invisible : τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεὸς ὅσπερ ἔφηνεν IL le dieu qui l'avait fait paraître le fit disparaître ; au contr. selon d'autres, très visible.
Étymologie: ἀ, ἰδεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀΐζηλος: -ον, = ἀΐδηλος, ἀόρατος, τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός, Ἰλ. Β. 318· κατὰ διόρθωσιν (ἀντὶ τοῦ ἀρίζηλον) τοῦ Βουττμ. καὶ ἄλλων συμφώνως πρὸς τοὺς Σχολιαστάς, τὸν Ἡσύχ. καὶ τὸ Ὁμηρ. Λεξικ. τοῦ Ἀπολλωνίου. - Περὶ τῆς μεταλλαγῆς τοῦ δ εἰς ζ πρβλ. ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, καὶ ἴδε Κουρτ. Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 605.
Russian (Dvoretsky)
ἀΐζηλος: невидимый, незримый: τὸν ἀΐζηλον θῆκεν ὅσπερ ἔφηνεν Hom. он сокрыл его, как (прежде) показал.
German (Pape)
nach Lehrs und Friedlaender Ariston. 66 f. Aristarchs Lesart Il. 2.318 τὸν μὲν ἀΐζηλον θῆκεν θεός, ὅς περ ἔφηνεν; Zenodot ἀρίδηλον; vgl. Buttmann Lexil. 1.247 ff.