ἐκπεπληγμένως
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Adv., ἐκπεπληγμένως διακεῖσθαι = to be in a state of panic, D. Prooem. 39.1.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἐκπλήσσω con pánico ἐκπεπληγμένως διακεῖσθαι D.Prooem.39.1.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec frayeur.
Étymologie: ἐκπεπληγμένον, part. pf. Pass. de ἐκπλήττω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπεπληγμένως: в паническом страхе (ἐκπεπληγμένως διακεῖσθαι Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεπληγμένως: ἐπίρρ., ἐκπεπληγμένως διακεῖσθαι, διατελεῖν ἐν καταστάσει φόβου πανικοῦ, Δημ. 1447. 17.
Greek Monolingual
βλ. εκπλήττω.
Greek Monotonic
ἐκπεπληγμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπλήσσω, μέσα σε κατάσταση πανικού, σε Δημ.