ὑπερκαταβαίνω
English (LSJ)
get down over, get quite over, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Il.13.50,87: c. gen., AP9.533.
German (Pape)
[Seite 1197] (s. βαίνω), darüber hinabsteigen, übersteigen, τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ, über die Mauer, Il. 13, 50. 87.
French (Bailly abrégé)
descendre par-dessus, acc..
Étymologie: ὑπέρ, καταβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκαταβαίνω: переходить, перелезать: ὑ. τι Hom., Plut. и τινός Anth. перелезать через что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκαταβαίνω: ὑπερβάλλων τι καταβαίνω, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Ἰλ. Ν. 50, 87· μετὰ γεν., Ἀνθ. Παλατ. 9. 533.
English (Autenrieth)
aor. 2 3 pl. ὑπερκατέβησαν: go down over, surmount. (Il.)
Greek Monolingual
ΜΑ καταβαίνω
κατεβαίνω περνώντας πάνω από κάτι που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ὑπερκαταβαίνω: μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω πάνω από, υπερπηδώ εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ανθ.
Middle Liddell
fut. -βήσομαι
to get down over, get quite over, c. acc., Il.; c. gen., Anth.