τάξος

From LSJ
Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάξος Medium diacritics: τάξος Low diacritics: τάξος Capitals: ΤΑΞΟΣ
Transliteration A: táxos Transliteration B: taxos Transliteration C: taksos Beta Code: ta/cos

English (LSJ)

ἡ, yew, Taxus baccata, Sabin. ap. Orib.9.16.3, Gal.12.127 (cited as a Latin word by Dsc.4.79).

German (Pape)

[Seite 1069] ὁ, der Taxus- od. Eibenbaum, gew. σμῖλαξ, taxus, Galen.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
if, arbre.
Étymologie: cf. lat. taxus.

Greek (Liddell-Scott)

τάξος: ὁ, ἡ σμῖλαξ, Λατ. taxus, Γαλην. -Καθ’ Ἡσύχ: «τάξος· δένδρον τι ὀρεινόν».

Greek Monolingual

ο / τάξος, ἡ, ΝΑ, και τάξος, η, Ν
γένος γυμνόσπερμων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ταξίδες και περιλαμβάνει 8 περίπου είδη δένδρων ή θάμνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taxus «ήμερο έλατο»].

Greek Monotonic

τάξος: ὁ, ορεινό δέντρο, Λατ. taxus.

Middle Liddell

τάξος, ὁ,
the yew-tree, Lat. taxus.