οἰστρήλατος

From LSJ
Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστρήλᾰτος Medium diacritics: οἰστρήλατος Low diacritics: οιστρήλατος Capitals: ΟΙΣΤΡΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: oistrḗlatos Transliteration B: oistrēlatos Transliteration C: oistrilatos Beta Code: oi)strh/latos

English (LSJ)

οἰστρήλατον, driven by a gadfly, δεῖμα A.Pr.580 (lyr.), cf. E.Oxy.2078 Fr.1.15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourmenté par la piqûre d'un taon ; fig. furieux, affolé.
Étymologie: οἶστρος, ἐλαύνω.

German (Pape)

von der Bremse getrieben, übertragen, in Wut, heftige Leidenschaft versetzt, οἰστρηλάτῳ δείματι, Aesch. Prom. 581, von der mit Wahnsinn geißelnden Furcht.

Russian (Dvoretsky)

οἰστρήλᾰτος: возбуждаемый слепнем (δεῖμα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρήλᾰτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴστρου κεντούμενος, διωκόμενος, δεῖμα Αἰσχύλ. Πρ. 580· πρβλ. οἰστροδίνητος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οἰστρήλατος, -ον)
(για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από τσίμπημα οίστρου και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας
νεοελλ.
μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

οἰστρήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που έχει δεχτεί τσίμπημα εντόμου, μανιώδης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

οἰστρ-ήλᾰτος, ον, ἐλαύνω
driven by a gadfly, Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=μανιακός). Ἀπό τό οἶστρος (=βοϊδόμυγα) + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη οἶστρος.