πυκνόσαρκος
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
πυκνόσαρκον, with solid flesh, Hp.Vict.3.78, Mul.1.73, al., Arist.Pr.861b29.
German (Pape)
[Seite 816] mit dichtem, derbem Fleische, Sp.
Russian (Dvoretsky)
πυκνόσαρκος: с плотными мышцами, с крепким телом Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόσαρκος: -ον, ὁ ἐχων σάρκα συμπαγῆ, Ἱππ. 241. 36, Ἀριστ. Προβλ. 1. 20.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σφιχτοδεμένη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλόσαρκος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυκνόσαρκος -ον [πυκνός, σάρξ] met stevig vlees.