προανατρέχω
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
run up in front, prob. for προσ- in Sor.2.64 and Paul.Aeg.6.74.
Greek Monolingual
Α
τρέχω μπροστά προς την κατεύθυνση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνατρέχω με τη σημ. «αναζητώ, ανιχνεύω»].