ξυλοστεγής

From LSJ
Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοστεγής Medium diacritics: ξυλοστεγής Low diacritics: ξυλοστεγής Capitals: ΞΥΛΟΣΤΕΓΗΣ
Transliteration A: xylostegḗs Transliteration B: xylostegēs Transliteration C: ksylostegis Beta Code: culostegh/s

English (LSJ)

ξυλοστεγές, covered with wood, prob. in POxy.2146.13 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοστεγής: -ές, ἐστεγασμένος διὰ ξύλων, Μανασσ. Χρον. 397· ― ξυλόστεγος, ον, Κωδῖνος π. Πατρίων Κων)πόλεως σ. 8.

Greek Monolingual

ξυλοστεγής, -ές (ΑΜ, Μ και ξυλόστεγος, -ον)
αυτός που έχει ξύλινη στέγη, ξυλοσκέπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + -στέγης (< στέγω «καλύπτω, στεγάζω»), πρβλ. λιθο-στεγής. Ο τ. ξυλόστεγος < ξύλον + -στεγος (< στέγη), πρβλ. χρυσόστεγος].

German (Pape)

ξυλόστεγος.