σκαρῖτις
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
ιδος, ἡ, stone coloured like the fish σκάρος, Plin.HN37.187.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰρῖτις: -ιδος, ἡ, λίθος ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου σκάρος, ἴδε Πλίν. 37. 72.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
είδος λίθου που έχει τα ίδια χρώματα με το ψάρι σκάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάρος (Ι) + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. ονυχίτις)].