ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
Full diacritics: πᾰνάρκεια | Medium diacritics: πανάρκεια | Low diacritics: πανάρκεια | Capitals: ΠΑΝΑΡΚΕΙΑ |
Transliteration A: panárkeia | Transliteration B: panarkeia | Transliteration C: panarkeia | Beta Code: pana/rkeia |
ἡ, self-sufficiency, etym. of πανάκεια 1.3, Theol.Ar.38.
[Seite 457] ἡ, das Allgenügen, Theol. arithm. p. 38.
πᾰνάρκεια: ἡ, τὸ πλῆρες, ἡ ἐντέλεια, ἐπὶ τοῦ ἀριθμοῦ 6, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 38.
πανάρκεια, ἡ (Α) παναρκής
πληρότητα, εντέλεια.