Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αἰσχυντήρ

From LSJ
Revision as of 11:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντήρ Medium diacritics: αἰσχυντήρ Low diacritics: αισχυντήρ Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΡ
Transliteration A: aischyntḗr Transliteration B: aischyntēr Transliteration C: aischyntir Beta Code: ai)sxunth/r

English (LSJ)

αἰσχυντῆρος, ὁ, dishonourer, of Aegisthus, A.Ch.998.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
infamador, seductor ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος ... δίκην de Egisto, A.Ch.990.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
qui déshonore.
Étymologie: αἰσχύνω.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Schänder, Aesch. Ch. 984.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντήρ: ῆρος ὁ развратитель, обольститель Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Αἰσχύλ. Χο. 990· οὕτω καὶ καταισχυντήρ, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1363· ἄλλως τὸ αἰσχυντὴρ ἀπαντᾷ μόνον ἐν μεταγενεστέρᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 8664.

Greek Monolingual

αἰσχυντήρ (-ῆρος), ο (Α) αἰσχύνω
αυτός που ντροπιάζει τη συζυγική τιμή κάποιου άλλου, ο μοιχός.

Greek Monotonic

αἰσχυντήρ: -ῆρος, ὁ (αἰσχύνω), αυτός που προξενεί ατίμωση, υβριστικός, σε Αισχύλ.

Translations

seducer

Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot