μελανόγειος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
μελανόγειον, = μελάγγειος, Sch.Nic.Th.566.
German (Pape)
[Seite 119] = μελάγγειος, Sp. Bei Niceph. Blemm. p. 4 auch μελανόγης.
Greek Monolingual
μελανόγειος, -ον (Α)
μελάγγειος.