ἐμπυελίδιον
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
τό, Dim. of ἐμπυελίς, Hero Aut. 10.1.
Spanish (DGE)
-ου, τό
mec. cojinete, soporte sobre el que gira un eje, Hero Aut.10.1, 11.9.
German (Pape)
[Seite 818] τό, dim. zu Folgdm, Hechan.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπυελίδιον: τό, καὶ ἐμπυελίς, ίδος, ἡ, (πύελος), κοίλωμα ἢ ὀπή, ἐν ᾗ εἰσέρχεται κνώδας (ἄξων) τροχοῦ, οἱ μὲν τροχοὶ περὶ κνώδακας σιδηροῦς ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας σιδηρᾶς Ἥρων π. Αὐτομ. 251, 245.