ἀντιμανθάνω
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
learn in turn or instead, Ar.V.1453.
Spanish (DGE)
aprender a su vez, en su lugar ἕτερα Ar.V.1453.
German (Pape)
[Seite 255] (s. μανθάνω), dagegen lernen, Ar. Vesp. 1453.
French (Bailly abrégé)
apprendre à son tour ou en retour ou à la place.
Étymologie: ἀντί, μανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμανθάνω: обучать по-другому, переучивать: ἕτερα ἀντιμαθών Arph. пройдя другую школу.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμανθάνω: ἀφίνω τὰ παλαιὰ καὶ μανθάνω νέον τι, ἕτερα δὲ νῦν ἀντιμαθῶν Ἀριστοφ. Σφ. 1453.
Greek Monolingual
ἀντιμανθάνω (Α)
αφήνοντας τα παλιά μαθαίνω κάτι καινούργιο.
Greek Monotonic
ἀντιμανθάνω: μέλ -μᾰθήσομαι, εγκαταλείπω την παλιά γνώση και μαθαίνω κάτι νέο, σε Αριστοφ.