θακεύω
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
= ἀποπατῶ, Plu.Lyc.20, Artem.1.2.
German (Pape)
[Seite 1181] sitzen; ἐν ἀποχωρήσει ἐπὶ δίφρων Plut. Lyc. 20, auf dem Nachtstuhl sitzen; vgl. Artemid. 1, 2. Von θᾶκος = θακέω.
French (Bailly abrégé)
être assis, accroupi ; aller à la selle.
Étymologie: θᾶκος.
Russian (Dvoretsky)
θᾱκεύω: досл. сидеть на корточках, перен. испражняться (ἐπὶ δίφρων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θᾱκεύω: τῷ ἑπομ., Πλούτ. ἐν Λυκούργ. 20, Ἀρτεμίδ. 1. 2.
Greek Monolingual
θακεύω (Α)
αποπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ευφημισμός < θάκος + κατάλ. -εύω (πρβλ. θαλαμεύω, ιππεύω)].
Middle Liddell
θᾱκεύω, = θᾱκέω, Plut.]