πυρηνώδης

From LSJ
Revision as of 13:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρηνώδης Medium diacritics: πυρηνώδης Low diacritics: πυρηνώδης Capitals: ΠΥΡΗΝΩΔΗΣ
Transliteration A: pyrēnṓdēs Transliteration B: pyrēnōdēs Transliteration C: pyrinodis Beta Code: purhnw/dhs

English (LSJ)

πυρηνώδες, like a fruit-stone, σπέρματα Thphr. HP 1.11.3, al.; ὀφθαλμοί dub. in Arist.HA568a1.

German (Pape)

[Seite 821] ες, = πυρηνοειδής; καρπός, eine Frucht mit hartem Kerne, Gegensatz ἀπύρηνος, Arist. H. A. 6, 13 u. Theophr.

Greek Monolingual

-ες / πυρηνώδης, -ῶδες, ΝΑ πυρήν, -ῆνος]
ο όμοιος με πυρήνα καρπού, πυρηνοείδής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρηνώδες
βοτ. άλλη ονομασία για το πυρηνοειδές
αρχ.
1. μτφ. (για τα μάτια) άχαρος («πυρηνώδεις οφθαλμοί», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

πῡρηνώδης: косточковый (καρπός Arst.).